- ἀλανές
- ἀλανές· ἀληθές, Hsch. Adv. [full] ἀλανέως· ὁλοσχερῶς ([dialect] Tarent.), Id.; ἀϝλανέως, dub. sens., GDI 1156.4 ([place name] Elis). [full] ἄλαξ,A v. ἄλξ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Οσέτες — Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής φυλετική ομάδα του Καυκάσου, υπόλειμμα μεγάλου λαού σκυθικής καταγωγής. Λέγονται και Οσσίλιος, Αλάνες και Iρ. Οι περισσότεροι είναι χριστιανοί αλλά διατηρούν άφθονα προχριστιανικά στοιχεία, κυρίως πυρολατρικά. Ένας… … Dictionary of Greek